- παχύφυτο
- τοβοτ. φυτό που αποταμιεύει νερό σε μεγάλα παρεγχυματικά κύτταρα που βρίσκονται στον βλαστό και στα φύλλα, με αποτέλεσμα τα όργανα αυτά να διογκώνονται και να έχουν παχιά εμφάνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρκόφυτο — το, Ν βοτ. το παχύφυτο … Dictionary of Greek